- αχρείος
- -α, -ο (AM ἀχρεῑος, -α, -ον)άχρηστος, εντελώς ασήμαντος, τιποτένιοςμσν.- νεοελλ.αισχρός, φαύλοςμσν.άσχημοςαρχ.1. ακατάλληλος, ανίκανος για κάτι2. ανίκανος για μάχη, απόλεμος3. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀχρεῑονχωρίς λόγο, χωρίς αιτία.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + χρεία. Η λ. προσέλαβε ηθικές και κοινωνικές αποχρώσεις αντιτιθέμενη στο επίθ. χρηστός. Αρχικά σήμαινε «άχρηστος, ασήμαντος» και αργότερα μετέπεσε στη σημασία «αισχρός, φαύλος» και τη θέση του πήρε το επίθ. άχρηστος].
Dictionary of Greek. 2013.